μονόφθαλμος

μονόφθαλμος
μονόφθαλμος, ον (Hdt. et al.; rejected by the Atticists for ‘deprived of one eye’ in favor of ἑτερόφθαλμος [Phryn. 136 Lob.], but used in later colloq. speech in this sense: Polyb. 5, 67, 6; Strabo 2, 1, 9; Lucian, Ver. Hist. 1, 3; Ps.-Apollod. 2, 8, 3, 4 al. Perh. BGU 1196, 97 [I B.C.], s. HBraunert, ZKG 70, ’59, 316 w. ref. to PBrux inv. E 7616 X, 21 and PMich 425, 12 [both II A.D.]) one-eyed Mt 18:9; Mk 9:47.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονόφθαλμος — one eyed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόφθαλμος — η, ο (ΑΜ μονόφθαλμος, ον, ιων. μουνόφθαλμος) 1. αυτός που έχει μόνο ένα μάτι, όπως οι Κύκλωπες («οι Κύκλωπες ήταν μονόφθαλμοι») 2. αυτός που βλέπει με το ένα μόνο μάτι, ο τυφλός κατά το ένα μάτι («καλὸν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰσελθεῑν εἰς τὴν… …   Dictionary of Greek

  • μονόφθαλμος — η, ο αυτός που έχει ένα μάτι ή μπορεί να δει μόνο από το ένα μάτι: Τραυματίστηκε στο μάτι και έμεινε μονόφθαλμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονόφθαλμον — μονόφθαλμος one eyed masc/fem acc sg μονόφθαλμος one eyed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοφθάλμοις — μονόφθαλμος one eyed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοφθάλμου — μονόφθαλμος one eyed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοφθάλμους — μονόφθαλμος one eyed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοφθάλμων — μονόφθαλμος one eyed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοφθάλμῳ — μονόφθαλμος one eyed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόφθαλμοι — μονόφθαλμος one eyed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουνοφθάλμους — μονόφθαλμος one eyed masc/fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”